- τινθαλέοισι
- τινθαλέοςmasc /neut dat pl (epic ionic aeolic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
τινθαλέοισι — τινθαλέος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατικμαίνω — (Α) 1. ραντίζω, βρέχω, υγραίνω κάτι 2. μέσ. κατικμαίνομαι λούζομαι («τινθαλέοισι κατικμήναιντο λοετροῑς», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἰκμαίνω «υγραίνω, βρέχω»] … Dictionary of Greek